- ψαράκι
- το, Ν [ψάρι (Ι)]1. υποκορ. μικρό ψάρι2. είδος παιχνιδιού για μικρά παιδιά που παίζεται στη θάλασσα3. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Plantago coronopus.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαράκι — το υποκορ. του ψάρι, μικρό ψάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
θραττίδιον — θρᾳττίδιον, τό (Α) μικρό ψαράκι, θράττα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρᾴττα*] … Dictionary of Greek
ιχθύδιο — το (Α ἰχθύδιον) υποκορ. ψαράκι αρχ. επιγρ. ο αστερισμός τών Ιχθύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυΐδιον < ἰχθυ(ο) * + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, λεπ ίδιον)] … Dictionary of Greek
ολοθουρία — (holothurius). θαλάσσιο εχινόδερμα της τάξης των ασπιδοχειρωτών της ομοταξίας των ολοθουροειδών. Με το κυλινδρικό σχήμα του σώματος και το ατρακτοειδές σχήμα των άκρων τους, πολλά είδη ο. ονομάζονται συνήθως αγγούρια της θάλασσας. Εξωτερικά, η ο … Dictionary of Greek
οψαρίδιον — ὀψαρίδιον, τὸ (ΑΜ) [οψάριον] μικρό ψάρι, ψαράκι … Dictionary of Greek
σιμάριον — τὸ, Μ μικρός σῑμος*, ψαράκι τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖμος «είδος ψαριού» + υποκορ. κατάλ. άριον* (πρβλ. βιβλι άριον)] … Dictionary of Greek
ανεμώνη της θάλασσας — (actiniaria).Κοινή ονομασία κοιλεντερωτών ανθοζώων. Βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες και κυρίως κοντά στις ακτές και με τις παλιρροϊκές μετατοπίσεις των νερών εμφανίζονται κολλημένες πάνω σε βράχους ή σε σκληρά αντικείμενα. Το σαρκώδες και γεμάτο… … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek